Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σερβίρω

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

Ν
1. παραθέτω φαγητά ή ποτά
2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα
3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν
4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) κάνω σερβίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»].