σιγοβράζω

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά
2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά
3. φρ. «σιγοβράζει το κακό»
μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής.