σίκαλη
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
η / σήκαλις, -άλεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σίκαλις, -άλεως, Ν
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που κατατάσσεται στην οικογένεια αγρωστώδη και που το κυριότερο είδος του Secale cereale είναι κοινώς γνωστό σήμερα ως βρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secale, -is «σίκαλη», δάνεια λ. που αντιστοιχεί σε κελτ. και γερμ. τ. (πρβλ. ιρλδ. secul, αγγλ. sicol)].