σιωπητήριο

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. νυκτερινό σάλπισμα αμέσως μετά το οποίο οι στρατιώτες πρέπει να βρίσκονται στα κρεβάτια τους και να μη θορυβούν
2. (κατ' επέκτ.) κάθε παράγγελμα για σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. εγερ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σιωπητήριον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].