σιωπητήριο

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. νυκτερινό σάλπισμα αμέσως μετά το οποίο οι στρατιώτες πρέπει να βρίσκονται στα κρεβάτια τους και να μη θορυβούν
2. (κατ' επέκτ.) κάθε παράγγελμα για σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. εγερτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σιωπητήριον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].