σιτόσπαρτος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για τόπο) σπαρμένος με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -σπαρτος (< σπαρτός < σπείρω), πρβλ. ανθό-σπαρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].