πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-η, -ο, Ν
(για τόπο) σπαρμένος με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -σπαρτος (< σπαρτός < σπείρω), πρβλ. ανθό-σπαρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].