σιτέμπορος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
ο, Ν
ο έμπορος σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].