Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
και συχαμάρα, η, Ν
1. το αίσθημα της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για κάτι
2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμ-άρα)].