αποστροφή

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποστροφή αποστρέφω
σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες
μσν.- νεοελλ.
αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια
μσν.
1. κατεύθυνση, πορεία
2. κατεύθυνση προς τον ενάρετο βίο, ψυχική σωτηρία
3. έλεγχος, κατσάδα
αρχ.-μσν.
επιστροφή
αρχ.
1. (για ποτάμια) ροή προς το άλλο μέρος
2. εκφυγή, διαφυγή
3. διασκέδαση, ψυχαγωγία.