μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
σκανδαλουργός: -όν, = σκανδαλοποιός, Ἐκκλ.
-όν, Μσκανδαλοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].