σκήνος
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
Greek Monolingual
το / σκῆνος, -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α
λείψανο, σορός του ανθρώπου, σκήνωμα
αρχ.
1. κατοικία
2. το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής («ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῡ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ)
3. πτώμα ζώου, ιδίως μοσχαριού ή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σκηνή, κατά το γένος του συνώνυμου σῶμα και κατά τη μορφή τών ουδ. σε -ος (πρβλ. κτῆνος)].