σκληρόσαρκος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,

   A with hard flesh, Arist.HA486b9, de An.421a25, Phylotim. ap. Gal.6.727, Xenocr. ap. Orib.2.58.24, al.

German (Pape)

[Seite 901] von, mit trocknem, hartem, starrem Fleische, Arist. H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν σάρκα, τραχὺ κρέας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7, π. Ψυχῆς 2. 9, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός)].