ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
σκορόβυλος: ὁ, εἶδος κανθάρου, Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «κάνθαρος».