κάνθαρος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνθᾰρος Medium diacritics: κάνθαρος Low diacritics: κάνθαρος Capitals: ΚΑΝΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kántharos Transliteration B: kantharos Transliteration C: kantharos Beta Code: ka/nqaros

English (LSJ)

ὁ,
A dung beetle, Scarabaeus pilularius, Canthon pilularius, Arist.HA490a15, al., Ael.NA10.15, Ar.Lys.695, Crates Theb.10.6, Theoc.5.114, Aesop.7, etc.; Αἰτναῖος κάνθαρος, a specially large kind, A.Fr.233, S.Ichn. 300, cf. Epich.76: prov., κανθάρου σκιαί, of some paltry fear, Hsch., Diogenian.5.88; so ἀθυμῶν ὅτι αὐτοῦ καταθέουσι δύο κανθάρω Lib.Ep. 91.4.
II a sort of drinking cup with large handles, Phryn.Com. 15, Amips.2, Axionic.7.
III a kind of Naxian boat, Ar.Pax143, Sosicr.2, Nicostr.Com.10.
IV black sea-bream, Cantharus lineatus, Arist.HA598a10.
V in Egypt, mark or knot on the tongue of the Apis-bull, Hdt.3.28.
VI woman's ornament, prob. a gem in scarab-form, Antiph.61.

German (Pape)

[Seite 1320] ὁ, 1) eine Käferart, der in Aegypten verehrte Skarabäus; Ar. Pax; Arist. H. A. 5, 19; Ael. H. A. 10, 15. Auf ihn bezog sich das Sprichwort κανθάρου σκιά, wenn sich Einer vor Unbedeutendem fürchtet, Diogen. 5, 88; ἐξ ὄνων S. Emp. pyrrh. 1, 41. – 2) eine Art Becher, die von einem Manne Κάνθαρος benannt sein soll, Ath. XI, 473 ff., mit Beispielen aus den Comic. – Von der Ähnlichkeit damit ein Boot, Ναξιουργής Ar. Pax 143, Ath. a. a. O. – 3) ein Meerfisch, Arist. H. A. 8, 13. – 41 ein Frauenschmuck, Antiphan. bei Ath. XI, 474 e. – 5) ein Zeichen auf der Zunge des von den Aegyptiern verehrten Apis, Her. 3, 28.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 escarbot ou scarabée, insecte ; p. anal. signe sur la langue du bœuf Apis ; parure de femme (prob. en forme de scarabée);
2 canthare, vase à boire à deux anses très hautes, spéc. de Dionysos.
Étymologie: DELG étym. obscure -- Babiniotis pê substrat préhell.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνθαρος -ου, ὁ mestkever; anal., op mestkever gelijkend wrat:. ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον (ἔχει) onder zijn tong heeft hij (Apis) een wrat Hdt. 3.28.3. boot.

Russian (Dvoretsky)

κάνθᾰρος:
1 жук-скарабей Arph., Arst., Plut.;
2 «жук» (особый знак на языке быка Аписа, в Египте) Her.;
3 «жук» (вид лодки, изготовлявшейся на о-ве Наксос; отсюда - κ. ναξιουργής Arph.);
4 название неизвестной нам морской рыбы Arst.

Spanish

escarabajo

Greek Monolingual

ο (AM κάνθαρος)
1. ζωολ. το έντομο σκαραβαίος
2. ζωολ. λόγια ονομασία του ψαριού Spondyliosoma cantharus, κν. γνωστό ως σκαθάρι
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της τάξης τών τερηδονιδών
2. ναυτ. φορτηγίδα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και απόρριψη τών βυθοκορημάτων στο πέλαγος, μακριά από το λιμάνι, κν. μαούνα της φαγάνας.
μσν.
παροιμ. «κανθάρου σκιαί» — για όσους φοβούνται πράγματα ανάξια φόβου
αρχ.
1. είδος πλοιαρίου της Νάξου
2. είδος μικρού αγγείου ή κυπέλλου με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές, όμοιου με ποτήρι
3. γυναικείο κόσμημα, πιθ. πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κάνθ-ων (ονομασία του γαϊδάρου) + κατάλ. -αρος, πρβλ. κίσσαρος, χίμαρος. Το θ. της λέξεως κανθ- ανάγεται πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].

Greek Monotonic

κάνθᾰρος: ὁ, Λατ. cantharus,
I. το σκαθάρι που λατρεύονταν στην Αίγυπτο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Ναξιώτικο πλοιάριο, σε Αριστοφ.
III. σημάδι ή ρόζιασμα όμοιο με σκαθάρι, πάνω στην γλώσσα του Αιγυπτίου θεού Άπις, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κάνθᾰρος: ὁ, Λατ. cantharus, εἶδος κανθάρου λατρευομένου ἐν Αἰγύπτῳ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 232, Σοφ. Ἀποσπ. 173, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἀριστοφάνους εἰς Εἰρ. 72·-παροιμ., κανθάρου σκιαί, «ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου» Διογενιαν. ἐν Παροιμιογρ. σ.200, ἔκδ. Caisf.· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 695 στίχου: ἀετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι ἴδε μαιεύομαι. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, cantharus, scarabaeus, Φρύν. ἐν «Κωμασταῖς» 1, κτλ., παρ’ Ἀθην. 473 κἑξ. ΙΙΙ) εἶδος Ναξίου πλοιαρίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. 122· ἴδε κάραβος ΙΙΙ. IV. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ὡσαύτως ἐν τῷ Λατ. cantharus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8, 13, 3. Ὁ ἰχθὺς οὗτος σήμερον ὀνομάζεται σκάθαρος καὶ σκαθάρι, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 75 κἑξ. V. σημεῖον ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ Αἰγυπτίου θεοῦ Ἄπιος, «ἔχει δὲ ὁ μόσχος οὗτος, ὁ Ἄπις καλεόμενος, σημήια τοιάδε· ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ μετώπῳ λευκὸν τετράγωνον…, ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον» Ἡρόδ. 3.28· nodus ἐν Πλιν. 8. 71. IV. γυναικεῖόν τι κόσμημα, Ἀντιφάνης ἐν «Βοιωτίᾳ» 4 (Ἀθήν. 474Ε)· πιθανῶς πολύτιμός τις λίθος, ἴδε Müller Archäol. d. Cunst. § 230.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: kind of (dung-)beetle, Scarabaeus pilularius, also metaph. of a drinking cup, a kanoo, a fish (Strömberg Fischnamen 123f.), a woman's ornament (IA.)
Compounds: As 2. member e. g. in ἡλιο-, κυκνο-κάνθαρος (Com.)
Derivatives: κανθάριον name of a beaker (Att. inscr., Plu.); κανθαρίς a beetle, also name of a fish and a plant (Hp., Arist.); κανθάρεως name of a vine (Thphr.; -εως as in ἐρινεώς; s. on ἐρινεός), κανθαρίτης οἶνος (Plin.), both of the Κανθάριος ἄκρα on Samos (Str.), (also called Ἄμπελος, Redard Les noms grecs en -της 97); κανθαρίας name of a precious stone (Plin.); κανθαρώδης κ.-like (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]; LW [loanword] Sem.
Etymology: Not well explained. By Strömberg Wortstudien 10f. connected with the name of the ass, κάνθων, κανθήλιος (hardly probable) with the suffix as in χίμαρος, κίσσαρος a. o. (Chantraine Formation 226f.). - On the plant name κανθαρίς, ἀντικάνθαρον s. Strömberg Pflanzennamen 140. Chantr. pointed out that there are anthroponymes Bechtel, H. Personennamen 582 and 589, as well as place names, as Κάνθαρος, a port of Piraeus, and concludes that it can be a term from Pre-Greek, with which I agree. - As there is an Acc. word kanda/uru- cup, in this meaning it will be a loan, Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 672,

Middle Liddell

κάνθᾰρος, ὁ,
I. Lat. cantharus, a beetle worshipped in Egypt, Aesch., etc.
II. a Naxian boat, Ar.
III. a mark or knot like a beetle, on the tongue of the Egyptian god Apis, Hdt.

Frisk Etymology German

κάνθαρος: {kántharos}
Grammar: m.
Meaning: Art Käfer, Scarabaeus pilularius, auch übertr. von einem Trinkbecher, einem Kahn, einem Fisch (Strömberg Fischnamen 123f.), einem weiblichen Schmuck (ion. att.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in ἡλιο-, κυκνοκάνθαρος (Kom. u. a.).
Derivative: Ableitungen: κανθάριον Ben. eines Bechers (att. Inschr., Plu.); κανθαρίς Käferart, auch N. eines Fisches und einer Pflanze (Hp., Arist. usw.); κανθάρεως Ben. eines Weinstocks (Thphr.; -εως wie in ἐρινεώς u. a.; s. zu ἐρινεός), κανθαρίτης οἶνος (Plin.), beide von der Κανθάριος ἄκρα auf Samos (Str.), auch Ἄμπελος benannt (Redard Les noms grecs en -της 97); κανθαρίας N. eines Edelsteins (Plin.); κανθαρώδης ‘κ.-ähnlich’ (Sch.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Strömberg Wortstudien 10f. (wo weitere Einzelheiten) auf den Namen des Esels, κάνθων, κανθήλιος bezogen mit demselben Suffix wie in χίμαρος, κίσσαρος u. a. (Chantraine Formation 226f.). — Über die Pflanzennamen κανθαρίς, ἀντικάνθαρον s. Strömberg Pflanzennamen 140.
Page 1,776-777

Wikipedia EN

1 A kantharos /ˈkænθəˌrɒs/ (Ancient Greek: κάνθαρος) or cantharus /ˈkænθərəs/ is a type of ancient Greek cup used for drinking. Although almost all surviving examples are in Greek pottery, the shape, like many Greek vessel types, probably originates in metalwork. In its iconic "Type A" form, it is characterized by its deep bowl, tall pedestal foot, and pair of high-swung handles which extend above the lip of the pot. The Greek words kotylos (κότυλος, masculine) and kotyle (κοτύλη, feminine) are other ancient names for this same shape.

Red-figure Apulian kantharos with a female head, 320–310 BC (Walters Art Museum)

The kantharos is a cup used to hold wine, possibly for drinking or for ritual use or offerings. The kantharos seems to be an attribute of Dionysos, the god of wine, who was associated with vegetation and fertility.

As well as a banqueting cup, they could be used in pagan rituals as a symbol of rebirth or resurrection, the immortality offered by wine, "removing in moments of ecstasy the burden of self-consciousness and elevating man to the rank of deity."

2 Dung beetles are beetles that feed on feces. Some species of dung beetles can bury dung 250 times their own mass in one night. Many dung beetles, known as rollers, roll dung into round balls, which are used as a food source or breeding chambers. Others, known as tunnelers, bury the dung wherever they find it. A third group, the dwellers, neither roll nor burrow: they simply live in manure. They are often attracted by the dung collected by burrowing owls. There are dung beetle species of various colors and sizes, and some functional traits such as body mass (or biomass) and leg length can have high levels of variability.

Common tumblebug, Canthon pilularius

Canthon pilularius, the common tumblebug, is a species of (formerly canthonini) in the beetle family Scarabaeidae. It is found in Oceania and North America.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=γυναικεῖο κόσμημα, ψάρι, εἶδος ποτηριοῦ, σκαθάρι πού λατρευόταν στήν Αἴγυπτο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.

Léxico de magia

ὁ 1 escarabajo usado en las prácticas λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν ζέσον μύρῳ καλῷ toma un escarabajo solar y cuécelo en un buen aceite P VII 974 λαβὼν κάθαρον ἡλιακὸν θὲς ἐπὶ τὸ μέσ<ον> τῆς κεφαλῆς αὐτῆς toma un escarabajo solar y ponlo en el medio de su cabeza P LXI 34 λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν τὸν τὰς ιβʹ ἀκτῖνας ἔχοντα ποίησον εἰς βησίον καλλάϊνον βαθὺ ἐν ἁρπαγῇ τῆς σελήνης βληθῆναι toma un escarabajo solar, el que tiene los doce rayos, y haz que caiga, en luna nueva, en una taza honda turquesa P IV 751 λαβὼν κανθάρους σεληνιακοὺς δύο ἐκθέωσον ὕδατι ποταμίῳ toma dos escarabajos lunares y deifícalos en agua de río P IV 2456 ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον τὸν ταυρόμορφον κατὰ τὸ μέσον δεδεμένον cuelga de la caña con crines de caballo macho un escarabajo, el que tiene forma de toro, atado por el centro P IV 65 θάψας τὸν κάνθαρον ζμύρνῃ καὶ οἴνῳ Μενδησίῳ καὶ βυσσίνῳ entierra el escarabajo con mirra, vino mendesio y lino P IV 767 λαβὼν τὸν κάνθαρον τρίψον μετὰ κατανάγκης βοτάνης καὶ βάλε εἰς βησίον ὑελοῦν toma un escarabajo, tritúralo con planta de arveja y échalo en una taza de cristal P VII 975 ἐπιστήσεται γὰρ ὁ κληθεὶς καὶ ἀναγκάσει σε ... ἀπολῦσαι τὸν κάνθαρον pues el invocado se colocará frente a ti y te obligará a liberar al escarabajo P IV 71 P IV 83 ὑπόθες αὐτῷ ... λύχνον καινὸν ἐξημμένον, ὡς τὴν ἀτμίδα τοῦ λύχνου ἐφικέσθαι ὀλίγον τοῦ κανθάρου pon debajo una lámpara nueva encendida, de modo que el humo de la lámpara alcance un poco al escarabajo P IV 68 ἔλεξε ... πεῖν αἷμα ἱέρακος πελαγίου, τροφήν τε κάνθαρόν σοι fulana dijo que tú bebes sangre de halcón marino y tu alimento es un escarabajo P IV 2594 γλύμμα κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 238 εἰς δὲ τὸ ὑποκάτω τοῦ κανθάρου γλύψον Ἶσιν ἱεράν graba en la parte de abajo del escarabajo una sagrada Isis P V 241 ἔστω δὲ ἐντὸς τοῦ δράκοντος κ. ἀκτινωτὸς ἱερός que haya dentro de la serpiente un escarabajo sagrado adornado con rayos P XII 275 λαβὼν μολίβου ἐπίγραψον ἐπ' αὐτοῦ ζῴδιον ... καὶ ὑπὸ τὰ σκέλη κάνθαρον toma plomo y graba en él una figurilla, machácalo todo y unge todo tu cuerpo P XXXVI 183 oculto bajo nombres secretos γόνος ταύρου· ὠὸν κανθάρου semen de toro es huevo de escarabajo P XII 437 2 imagen de escarabajo grabada εἰς δὲ τὴν ὑποκάτω τὸν κάνθαρον ... χρίσας αἷμα αἰγός en la parte inferior (graba) el escarabajo, untando sangre de cabra P II 159 κανθάρου ποίησις· λαβὼν κάνθαρον γεγλυμμένον, ὡς ὑπογέγραπται preparación del escarabajo: toma un escarabajo grabado, como abajo se describe P V 213 γλύμμα κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 238 εἰς δὲ τὸ ὑποκάτω τοῦ κανθάρου γλύψον Ἶσιν ἱεράν graba en la parte de abajo del escarabajo una sagrada Isis P V 241 ἔστω δὲ ἐντὸς τοῦ δράκοντος κ. ἀκτινωτὸς ἱερός que haya dentro de la serpiente un escarabajo sagrado adornado con rayos P XII 275 λαβὼν μολίβου ἐπίγραψον ἐπ' αὐτοῦ ζῴδιον ... καὶ ὑπὸ τὰ σκέλη κάνθαρον toma plomo y graba en él una figurilla y bajo las piernas un escarabajo P XXXVI 183 símbolo de Helios ἐμοὶ ἵλαος ἔσσο, κάνθαρε, χρυσοκόμην κλῄζω θεὸν ἀθάνατον, κάνθαρε séme propicio, escarabajo, te invoco a ti, el dios de la cabellera de oro, inmortal, escarabajo P III 207 P VII 520 χαῖρε ... κάνθαρε, κύκλον ἄγων σπορίμου πυρός, αὐτογένεθλε te saludo, escarabajo, que conduces el círculo del fértil fuego, autoengendrado P IV 943 κ., ὁ πτεροφυὴς μεσουρανῶν τύραννος, ἀπεκεφαλίσθη el escarabajo, el señor alado que está en medio del cielo fue decapitado P XII 45 ὥρᾳ δʹ μορφὴν ἔχεις κανθάρου en la hora cuarta tienes forma de escarabajo P IV 1659 φοροῦντα τὸ μέγα μυστήριον τοῦ κανθάρου τοῦ ἀναζωπυρηθέντος διὰ τῶν κεʹ ζῴων ὄρνεων portando el gran misterio del escarabajo regenerado a través de veinticinco pájaros vivos P IV 795 símbolo de Mene P VII 780

Translations

af: miskruier; ar: جعل الروث; ban: beduda; br: bleiz-bouzel; ca: escarabat piloter; cdo: ngù-sāi-gŭi; diq: mozeka giye; en: dung beetle; eo: fekoskarabo; es: escarabajo pelotero; fa: سرگین‌غلتانک; fr: bousier; ga: priompallán; he: חיפושיות זבל; hi: शमल भृंग; id: kumbang kotoran; io: sterko-skarabeo; it: scarabeo stercorario; ja: 糞虫; jv: kutis; kab: aẓerri; kk: қиқоңыздар; ko: 쇠똥구리아과; mr: शेणकिडा; nl: mestkevers; nv: chąąneiłmaasii; qu: aka suntu; sh: balegar; simple: dung beetle; sr: balegar; sw: bungo-mavi; ta: சாணி வண்டு; te: పేడ పురుగు; tr: bok böceği; uk: жуки-гнойовики; vi: bọ hung; za: mbongjmbwt; zh_min_nan: gû-sái-ku; zh_yue: 屎甲蟲; zh: 蜣螂