πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
η, Ν
μουσ.
1. η πιο υψηλή ανθρώπινη φωνητική περιοχή, που εκτείνεται περίπου από το μεσαίο ντο ώς το δεύτερο λα υψηλότερα
2. (για τρουγουδίστρια) υψίφωνος
3. το πιο υψηλόφωνο όργανο μιας οικογένειας οργάνων («σοπράνο σαξόφωνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soprano < ιταλ. sopra «πάνω»].