σουγχώρεισις
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek (Liddell-Scott)
σουγχώρεισις: (συγχώρησις), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. CIG. 1569· ―σουνχωρειθὲν (συγχωρηθὲν) Bull. de cor. hell. III.462.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συγχώρηση.