σοφολογιότατος

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σοφολογιώτατος, ο, Ν
1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα
2. ειρων. σχολαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].