σουρωτήρι
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
το, Ν
1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων
2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. τρυπη-τήρι)].