σουρώνω

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

Ν
1. στραγγίζωσουρώνω τα μακαρόνια»)
2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω
3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα»)
4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ
β) εξασθενώ, αδυνατίζω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, -η, -ο
μεθυσμένος («σουρωμένος θα 'ρθω πάλι στην παλιά μας γειτονιά...»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ / -ώνω «στραγγίζω» (< Σείριος). Για την τροπή του /i/ (-ει-) σε -ου-, πρβλ. σουσουράδα < σεισουρά(δα)].