σπαρταρώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

Ν
1. σφαδάζω, ασπαίρω, τινάζομαι σπασμωδικά («το πουλί σπαρταρούσε με σπασμένα τα φτερά»)
2. αναταράσσομαι, συγκλονίζομαι από έντονη συγκίνηση ή άλλο συναίσθημα (α. «σπαρταρούσε από φόβο κρυμμένο πίσω από την πόρτα» β. «σπαρταρώ από γέλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπαίρω «σφαδάζω, σπαρταρώ» ή < σπαράζω, κατά το λαχταρώ].