σπηλυγγοειδής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ές, Α
σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, -υγγος «σπήλαιο» + -ειδής].