σπινθηροβολία
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
η, Ν
1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα
2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή
3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα»
αστρον.
το φαινόμενο της ταχύτατης μεταβολής του χρωματισμού και της λαμπρότητας ενός αστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].