φεγγοβολή
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η, Ν
φεγγοβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο].