φεγγοβολή

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η, Ν
φεγγοβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο].