σπινθηροβόλημα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
το, Ν
εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος].