σπιρτόζος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος
2. (για λόγο) πνευματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].