ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
-ους, το, Ν1. ευσπλαγχνία, οίκτος2. αγάπη, στοργή («με σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. σπλα(γ)χνίζομαι].