στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ο, η, Ν
άκλ.
1. διάσημος ηθοποιός ή άλλος καλλιτέχνης
2. το θηλ. πρώτη νικήτρια σε διαγωνισμό ομορφιάς («σταρ Ελλάς»)
3. φρ. «σταρ σύστεμ» — το σύνολο τών μεθόδων ανάδειξης ενός ηθοποιού ή καλλιτέχνη σε διασημότητα με τη διαφημιστική προβολή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. star «αστέρας»].