Ελλάς
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Greek Monolingual
και Ελλάδα, η (AM Ἑλλάς)
το νότιο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου (όπως ορίζεται από τα σύνορα με την Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία προς Βορρά και τον ποταμό Έβρο βορειοανατολικά μαζί με τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και την Κρήτη
μσν.
η ίδια περίπου περιοχή με αλλαγές ορίων κατά περιόδους
αρχ.
1. περιοχή στη Δωδώνη
2. πόλη στη Θεσσαλία
3. τμήμα της Φθιώτιδας που κατοικούσαν οι Μυρμιδόνες
4. η περιοχή από την Πελοπόννησο ώς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία
5. όλες οι περιοχές που κατοικούσαν οι Έλληνες (και η Ιωνία)
6. ως επίθ. ελληνική
7. φρ. ἑλλάς (φωνή)
η ελληνική γλώσσα
8. «μεγάλη Ἑλλάς» — η Σικελία και η κάτω Ιταλία
9. «Ἑλλάδος Ἑλλάς» — η Αθήνα.