σταρτός
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ὁ, Cret.,= στρατός, a division of the people, GDI4985.7 (Crete), Riv.Fil.61.489 (ibid.), Leg.Gort.5.5; cf. στάρτοι· αἱ τάξεις τοῦ πλήθους, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στρατός.