στερεοκαρδία
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
Greek Monolingual
και στερροκαρδία, ἡ, Α
το να είναι κανείς σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + καρδία].