Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
και στερροκαρδία, ἡ, Ατο να είναι κανείς σκληρόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + καρδία].