στερρός

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρός Medium diacritics: στερρός Low diacritics: στερρός Capitals: ΣΤΕΡΡΟΣ
Transliteration A: sterrós Transliteration B: sterros Transliteration C: sterros Beta Code: sterro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, also ός, όν E.Hec.296:—collat. form of στερεός,
A stiff, firm, solid, πόροι Ti.Locr.101a (Comp.); of earth, opp. χαῦνος, v.l. in Arist.Pr.934b11; of water, frozen, ῥεῖθρον Hdn.6.7.7; also, hard, Plu.2.725d (Comp.); stiff, strong, δόρυ E.Supp.7.11; σ. ἀντικνήμιον stiff, numb with age, Ar.Ach.218: Comp. -ότερος, δέρμα Gal.6.32.
b concrete, σῶμα (viz. the uvula), opp. πάθος, Aret.SA1.8.
2 hard, rugged, uneasy, λέκτρα E.Tr.114 (anap.); σ. τροφή hard fare, Luc.Lex. 23. Adv., στερρότατα βιῶσαι Id.Macr.8.
3 metaph., stubborn, hard, cruel, ἀνάγκης σ. δῖναι A.Pr.1052 (anap.), cf. E.Hec.1295 (anap.); σ. δαίμων, ἀλγηδόνες, Id.Andr.98, Med.1031; ψυχή Ar.Nu.420. Adv. στερρῶς = stiffly, obstinately, X.An.3.1.22; στερρῶς φέρειν χρὴ συμφοράς Men.Mon.480; tightly, ἐμφραττέτω τὰ ὦτα Paul.Aeg.3.24.

(B), όν, barren, στερρὸς οὖσα μόσχος E.Andr.711; [ζῷα] σ. Arist.GA773b30,33; cf. στεῖρα (B), στεῖρος.

French (Bailly abrégé)

ά ou ός, όν :
solide :
1 ferme, consistant;
2 rude;
3 fig. ferme, inflexible.
Étymologie: R. Στερ, être solide, être dur ; cf. στερεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερρός -ά -όν en -ός -όν [~ στερεός] Eur. Hec. 296 hard, stijf, stevig; van lichaamsdelen stijf. Aristoph. Ach. 218. overdr. hard, streng, ongemakkelijk:; τροφή voeding Luc. 46.23; adv. superl.. Ταρκυίνιος … λέγεται στερρότατα βιῶσαι er wordt van Tarquinius gezegd dat hij een zeer hard leven heeft geleid [Luc.] 12.8. hard(nekkig), star, onbuigzaam, hardvochtig, volhardend:. στερρά … ἀνάγκη het noodlot is hard Eur. Hec. 1295; ψυχὴ στερρά een hardvochtige ziel Aristoph. Nub. 420.
στερρός -όν [~ στερεός] onvruchtbaar, steriel.

German (Pape)

(ἵστημι), auch 2 Endgn, Porson Eur. Hec. 150, = στερεός, starr, hart, fest, im Gegensatz zum Weichen, Lockern, Flüssigen; δόρυ, Eur. Suppl. 711; ἐν στερροῖς λέκτροις, Troad. 114; Tim.Locr. 101a und sonst ἡ στερρά, sc. γῆ, das feste Land. – Vom Boden, unergiebig; auch von Menschen und Tieren, unfruchtbar.
übertragen, unbiegsam, hart, grausam; ἀνάγκης στερραῖς δίναις, Aesch. Prom. 1054; οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς ἀνθρώπου φύσις, Eur. Hec. 296; στερρὰ ἀνάγκη, 1295; στερρὰς ἀλγηδόνας, Med. 1031; ψυχὴ στερρά, Ar. Nub. 419; στερρῶς αὐτῶν ἀπειχόμεθα, standhaft, Xen. An. 3.1.22; ἐρασταῖς, Flacc. 1 (XII.12).
Vgl. στερεός, στεῖρος, στέριφος und ä.

Russian (Dvoretsky)

στερρός:
1 твердый, плотный, жесткий (λέκτρα Eur.);
2 крепкий, мощный (δόρυ Eur.);
3 черствый (τροφή Luc.);
4 окостеневший, негнущийся (ἀντικνήμιον Arph.);
5 упорный, терпеливый, выносливый (ψυχή Arph.);
6 суровый, беспощадный, непреклонный (ἀνάγκη Eur.);
7 жестокий, мучительный (ἀλγηδόνες Eur.).

Greek Monolingual

(I)
-ά, -ό / στερρός, -ά, -όν, ΝΑ, και τ. θηλ. -ός, Α
βλ. στερεός.
(II)
-όν, Α
βλ. στείρος.

Greek Monotonic

στερρός: -ά, -όν και -ός, -όν, = στερεός·
1. σταθερός, σκληρός, συμπαγής, δύσκαμπτος, αλύγιστος, δυνατός, σε Ευρ.· δύσκαμπτος, δυσκίνητος λόγω ηλικίας, σε Αριστοφ.
2. σκληρός, τραχύς, δύσκολος, λέκτρα, σε Ευρ.
3. μεταφ. ισχυρογνώμων, πεισματάρης, άκαμπτος, ανάλγητος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. στερρῶς, άκαμπτα, επίμονα, σκληρά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

στερρός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 147, πρβλ. 296· - ἰσοδύναμον τῷ στερεός, δύσκαμπτος, σταθερός, στερεός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μαλακός, εὔκαμπτος, ὑγρός, Τίμ. Λοκρ. 101Α· ἐπί τινων ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 7· ἐπὶ γῆς, ἀντίθετον τῷ χαῦνος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29· ἐπὶ ὕδατος πεπηγότος, ῥεῖθρον Ἡρῳδιαν. 6. 7, 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, τραχύς, σκληρός, Πλούτ. 2. 725D· - δύσκαμπτος, ἰσχυρός, δόρυ Εὐρ. Ἱκ. 711· σῶμα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8· στ. ἀντικνήμιον, δύσκαμπτον, δυσκίνητον ἐκ τῆς ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 218. 2) τραχύς, μὴ παρέχων ἡσυχίαν, λέκτρα Εὐρ. Τρῳ. 114· στ. τροφή, σκληρὰ τροφή, σκληραγωγία, Λουκ. Λεξιφάν. 23· Ἐπίρρ., στερρότατα βοῶσαι ὁ αὐτ. ἐν Μακροβ. 8. 3) μεταφορ., δύσκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, σκληρός, ἄκαμπτος, ἀνάγκης στερραὶ δῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 1052, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 1295· στ. δαίμων, ἀλγηδόνες, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 98, ἐν Μηδ. 1031· ψυχὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· - Ἐπίρρ., στερρῶς, ἀκάμπτως, ἐπιμόνως, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 22· στερρῶς φέρειν χρὴ συμφοράς, ἀκάμπτως εὐσταθῶς, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 480· - ὑπερθ., στερρότατα Κλήμ. Ἀλ. 183.

Middle Liddell

στερρός, ή, όν = στερεός
1. stiff, firm, solid, strong, Eur.: stiff with age, Ar.
2. hard, rugged, uneasy, λέκτρα Eur.
3. metaph. stubborn, obdurate, hard, Aesch., Eur., etc.:—adv., στερρῶς, stiffly, obstinately, Xen.

English (Woodhouse)

hard, solid, stiff, stubborn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἰσοδύναμο μέ τό στερεός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στερρῶς, στερρότης.