στερρόγυιος
English (LSJ)
ον,
A with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].