στιφροκοκκώδης
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
-ες, Ν
φρ. «στιφροκοκκώδης ιστός»
(πετρογρ.) όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα, αλλ. στιφρός ιστός.