στοιχειοθέτης

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
εργάτης τυπογραφείου ειδικός στη στοιχειοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + -θέτης (< τίθημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].