στίπα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη της τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές και είναι χαρακτηριστικά τών ποωδών διαπλάσεων τών ημιάνυδρων περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. stipa < λατ. stup(p)a < στύππη (βλ. λ. στυππείο)].