Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
-έω, Αμιμούμαι με τα χείλη τον ήχο του αυλού, σφυρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αυλῶ (< -αυλος < αὐλός), πρβλ. χορ-αυλῶ].