στομαυλώ

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

-έω, Α
μιμούμαι με τα χείλη τον ήχο του αυλού, σφυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αυλῶ (< -αυλος < αὐλός), πρβλ. χοραυλῶ].