στρεψόδικος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που συστηματικά χρησιμοποιεί στρεψοδικίες
2. (γενικά) αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. έστρεψα του στρέφω + -δικός (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].