στοίβαγμα
Greek Monolingual
και στοίβασμα, το, Ν στοιβάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων.
και στοίβασμα, το, Ν στοιβάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων.