συγκατέδομαι

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέδομαι Medium diacritics: συγκατέδομαι Low diacritics: συγκατέδομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΔΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatédomai Transliteration B: synkatedomai Transliteration C: sygkatedomai Beta Code: sugkate/domai

English (LSJ)

fut. of συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.

Greek Monolingual

Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.