συνέργημα

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A assistance, support, Plb.22.4.3: pl., Id.2.42.4, 30.4.13; πρός τι Id.3.99.9, cf. Phld.Mus.p.70 K., Rh.2.83 S.; τὸ ἑκάστον ἀριθμοῦ σ., of the One, i.e. a factor in every number, Theol.Ar.7.

German (Pape)

[Seite 1019] τό, Mithülfe, Unterstützung; Pol. 2, 42, 4 u. öfter; πρός τι, 3, 99, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συνέργημα: τό, βοήθεια, ὑποστήριξις, Πολύβ. 2. 42, 4· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 99, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aide, assistance.
Étymologie: συνεργέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συνεργῶ
συνεργασία, υποστήριξη.