υποστήριξη
Greek Monolingual
η / ὑποστήριξις, -ίξεως, ΝΜ ὑποστηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστηρίζω
νεοελλ.
μτφ. βοήθεια, ενίσχυση, υπεράσπιση.
η / ὑποστήριξις, -ίξεως, ΝΜ ὑποστηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστηρίζω
νεοελλ.
μτφ. βοήθεια, ενίσχυση, υπεράσπιση.