στυφρός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

German (Pape)

[Seite 960] wie στυφός, στυφνός, στρυφνός, zusammengezogen, dicht, fest, Arist. H. A. 2, 17, zw., u. Sp.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».