Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
[Seite 960] wie στυφός, στυφνός, στρυφνός, zusammengezogen, dicht, fest, Arist. H. A. 2, 17, zw., u. Sp.
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) στυφρόν
«στερέμνιον
βαρύ».