συγκλειστήριον
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
τὸ, Α
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλείω + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμω-τήριον)].
τὸ, Α
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλείω + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμω-τήριον)].