συγχαρίκια
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek (Liddell-Scott)
συγχαρίκια: ἢ συγχαρίκεια, ὡς καὶ νῦν, δῶρα συγχαρητικά, «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰνδῶν πέμπει συγχαρίκια τῷ Ἡρακλείῳ ἐν τῇ Περσῶν νίκῃ, μαργαρίτας καὶ λίθους τιμίους ἱκανοὺς» Θεοφάν. 514, 17.
Greek Monolingual
ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ
βλ. συχαρίκια.
Greek Monolingual
ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ
βλ. συχαρίκια.