συμπροσμείγνυμι

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

intr.,

   A to be in company with, συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί Pl.Tht.183e.

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].