Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].
-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].