συναρχηγός
From LSJ
ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].
ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].