συνεκπλώω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

German (Pape)

[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.